Λέξη: περιεκτικός
Σχετικές λέξεις: περιεκτικός
περιεκτικόσ συνώνυμα, περιεκτικός συνώνυμο, περιεκτικός αγγλικά, περιεκτικός οδηγός business plan, περιεκτικός στα αγγλικά, περιεκτικός ορισμός
Συνώνυμα: περιεκτικός
σύντομος, συνοπτικός, λακωνικός, μεστός, περιληπτικός, ευρύς, ευρύτατος, σαρωτικός, συμπεριλαμβανομένος, νοήμων
Μεταφράσεις: περιεκτικός
περιεκτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
comprehensive, succinct, inclusive, concise, A comprehensive
περιεκτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sucinto, amplio, comprensivo, exhaustivo, amplia, integral, la amplia
περιεκτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umfassend, reichhaltig, umfassende, prägnant, umfassenden, umfassendes, umfangreiche
περιεκτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compréhensif, complexe, serré, complet, successeur, sommaire, succinct, d'ensemble, lapidaire, plein, bref, docile, ample, laconique, global, complète, globale, exhaustive
περιεκτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampio, globale, comprensivo, completa, completo, vasta
περιεκτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
detalhado, extenso, compreensivo, abrangente, global, abrangentes, exaustiva
περιεκτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelomvattend, ruim, uitgebreid, groot, lijvig, uitgebreide, alomvattende, alomvattend
περιεκτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
всеобъемлющий, опоясанный, краткий, обстоятельный, понятливый, обширный, сжатый, вместительный, просторный, объемлющий, исчерпывающий, объемистый, поместительный, всесторонний, комплексный, всеобъемлющего, всеобъемлющим
περιεκτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omfattende, fyndig, fullstendig, helhetlig, jobben, total
περιεκτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vidlyftig, omfattande, stora, övergripande, heltäckande, fullständig
περιεκτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perusteellinen, laaja, kattava, kattavan, kattavaa, kattavia, kata kaikkea
περιεκτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omfattende, samlet, udtømmende, overordnet, samlede
περιεκτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ucelený, zevrubný, stručný, strohý, úplný, úsečný, obsáhlý, jadrný, komplexní, chápavý, zhuštěný, krátký, lapidární, rozsáhlý, vyčerpávající
περιεκτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pojętny, całościowy, kompleksowy, pojemny, rozległy, pakowny, systemowy, pełny, obszerny, zwięzły, treściwy, wszechstronny, rozumowy, wyczerpujący, kompleksowe, wszechstronna
περιεκτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átfogó, átfogóbb, körű, teljes körű, az átfogó
περιεκτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapsamlı, kapsamlı bir, geniş kapsamlı, geniş
περιεκτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стислий, просторий, короткий, єдина, всеосяжний, стиснутий, стиснений, місткий, комплексний
περιεκτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjithëpërfshirës, plotë, gjithëpërfshirëse, të plotë, i plotë
περιεκτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подробен, обширен, цялостен, цялостна, всеобхватна
περιεκτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
комплексны, інтэграваным
περιεκτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikehõlmav, laialdane, mõttetihe, tabav, lakooniline, ulatuslik, igakülgne, laiaulatuslik, terviklik, tervikliku
περιεκτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obuhvatan, sveobuhvatno, sveobuhvatan, obiman, kratak, sažet, opsežan, konačan, sveobuhvatna
περιεκτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alhliða, tæmandi, víðtæka
περιεκτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsamus, išsami, išsamią, išsamūs, visapusiškas
περιεκτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptverošs, plašs, visaptveroša, visaptverošu, visaptverošs
περιεκτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сеопфатни, сеопфатен, сеопфатна, сеопфатно, комплетна
περιεκτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cuprinzător, complet, cuprinzătoare, global, globală
περιεκτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
celovit, celovito, celovita, celovite, obsežen
περιεκτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stručný, obsiahly, rozsiahly, komplexný, širokého, ucelený
Τυχαίες λέξεις