S'inquiéter στα ελληνικά
Μετάφραση: s'inquiéter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχώ, έννοια, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ailette στα ελληνικά - ανεμοδείκτης, λεπίδα, πτερύγιο, fin, πτερυγίου, πτερυγίων, τελικό
- attela στα ελληνικά - αξιοποιηθεί, αξιοποιηθούν, επιστρατευθούν, αξιοποιείται, τιθασευτεί
- bretagne στα ελληνικά - Βρετάνη, Brittany, Βρετάνης, βρεττάνη, της Βρετάνης
Τυχαίες λέξεις
S'inquiéter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχώ, έννοια, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Μεταφράσεις: ανησυχώ, έννοια, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς