Λέξη: τοκογλύφος

Σχετικές λέξεις: τοκογλύφος

ο τοκογλύφος, τοκογλύφοσ μετάφραση στα αγγλικά, τοκογλύφος ετυμολογία, μακρυγιάννης τοκογλύφος, τοκογλύφος στα αγγλικά, τοκογλύφος στα γερμανικα

Μεταφράσεις: τοκογλύφος

τοκογλύφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moneylender, usurer, loan shark, money lender

τοκογλύφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
usurero, usureros, usurario, usura

τοκογλύφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geldverleiher, wucherer, Wucherer, Wucherers, Wucher, usurer

τοκογλύφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
usurier, usuriers, usuraire, l'usurier

τοκογλύφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
usuraio, strozzino, usuraia, dell'usuraio, usurario

τοκογλύφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
usurário, agiota, usurer, usurários, usura

τοκογλύφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woekeraar, een woekeraar, woekeraar te, woekerstaten, woekeraarster

τοκογλύφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лихоимец, ростовщик, ростовщика, ростовщиком, ростовщического

τοκογλύφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ågerkarl, ågerkaren, ågerkar

τοκογλύφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
usurer, ockrare, ockraren, ockrarens, ockra

τοκογλύφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiskuri, koronkiskuri, kasvon ottaja, niinkuin kasvon ottaja

τοκογλύφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ågerkarl, ågerkarlen, Aagerkarl

τοκογλύφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lichvář

τοκογλύφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lichwiarz, pożyczkodawca, kredytodawca, lichwiarza, lichwiarzem

τοκογλύφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
uzsorás, uzsoráshoz, uzsorást, uzsorás szerepébe, uzsora

τοκογλύφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tefeci, usurer, tefecisi, faizci

τοκογλύφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатий, грошовитий, лихвар, грошовий, кулак, ростовщик

τοκογλύφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajdexhi, kamatar

τοκογλύφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лихвар, заемодател, лихваря

τοκογλύφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліхвяр, растаўшчык

τοκογλύφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigkasuvõtja, kasuvõtja, Koronkiskuri

τοκογλύφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zelenaš, lihvar

τοκογλύφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
usurer

τοκογλύφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lupikas, palūkininkas, lupikautojas, Augļotājs, Lichwiarz

τοκογλύφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augļotājs

τοκογλύφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лихварски, лихвар, грабливецот лихварски

τοκογλύφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cămătar, cămătari, arghirofil, zaraf

τοκογλύφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oderuh, Lihvar

τοκογλύφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úžerník, vydierač
Τυχαίες λέξεις