Λέξη: παραποίηση
Σχετικές λέξεις: παραποίηση
παραποίηση των δηλώσεων μέρκελ, παραποίηση δημοσίου εγγράφου, παραποίηση οικονομικών καταστάσεων, παραποίηση γλώσσας, παραποίηση στολής, παραποίηση αρχής, παραποίηση λεξικό, παραποίηση εγγράφου, παραποίηση δημοσκόπησης, παραποίηση δημοσίου εγγράφου ποινη
Συνώνυμα: παραποίηση
μίμηση, απομίμηση, διαστρέβλωση
Μεταφράσεις: παραποίηση
παραποίηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
falsification, counterfeiting, falsifying, counterfeit, tampering
παραποίηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
falsificación, la falsificación, falsedad, falsificaciones, falsación
παραποίηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälschung, Fälschung, Verfälschung, Falsifikation, Fälschungen
παραποίηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
falsification, la falsification, falsifications, de falsification, une falsification
παραποίηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
falsificazione, la falsificazione, contraffazione, falsificazioni, falso
παραποίηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falsificação, falsificações, a falsificação, de falsificação, falseamento
παραποίηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervalsing, vervalsingen, vervalsen, namaak, falsificatie
παραποίηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фальсификация, искажение, подделка, фальсификат, фальсификации, фальсификацией, фальсификацию
παραποίηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfalskning, falsifikasjon, forfalskningen, forfalskninger
παραποίηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfalskning, förfalskningar, förfalskningen, förfalskade
παραποίηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väärennys, väärentämiseen, väärentämisestä, jäljentämisen estämiseksi, väärennökset
παραποίηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfalskning, forfalskninger, forfalskningen, forfalskede
παραποίηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
padělání, falzifikace, falšování, padělek, falšováním
παραποίηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fałszerstwo, sfałszowanie, fałszowanie, podrobienie, falsyfikacja, zafałszowanie
παραποίηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hamisítás, meghamisítás, hamisítást, meghamisítása, a meghamisítás
παραποίηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahrif, sahtecilik, yalandır, uydurma, bir yalandır
παραποίηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фальсифікація, фальсифікацію, фальшування
παραποίηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
falsifikim, falsifikimi, falsifikimin, falsifikimit, falsifikimi i
παραποίηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фалшификация, фалшифициране, подправяне, фалшифицирането, фалшификации
παραποίηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фальсіфікацыя, фальсыфікацыя, фальшаванне
παραποίηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võltsing, ümberlükkamine, kummutamine, võltsimine, võltsingud, võltsimise, teostatud võltsingud, võltsimist
παραποίηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krivotvorenje, falsifikacija, falsificiranje, falsifikovanja, falsifikovanje
παραποίηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fölsun, fölsunum, rangfÃ|rsla
παραποίηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
falsifikacija, falsifikavimas, klastojimas, klastojant, suklastojimas
παραποίηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
falsifikācija, viltojums, viltošana, viltošanu, falsifikāciju
παραποίηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фалсификување, фалсификат, фалсификувањето, на фалсификување, фалсификување на
παραποίηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
falsificare, falsificarea, falsificării, falsificări, de falsificare
παραποίηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ponarejanje, ponaredba, ponarejanjem, poneverjanje, ponaredki
παραποίηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
falzifikát, napodobeninu, falzifikáty, podvrh, falšovaný
Τυχαίες λέξεις