Sol στα ελληνικά
Μετάφραση: sol, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, χώρα, χώμα, εξοχή, προσαράσσω, κρατίδιο, προσγειώνομαι, προσγειώνω, γη, κράτος, πατρίδα, έδαφος, μούχλα, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avançai στα ελληνικά - προχωρημένος, περπάτησε, περπατήσαμε, περπάτησαν, περπάτησα, περπατήσει
- brûlèrent στα ελληνικά - έκαψαν, καίγονται, κάηκε, καίγεται, καεί
- calamiteux στα ελληνικά - μοιραίος, δυστυχής, ολέθριος, απελπισμένος, θλιβερός, καταστροφικός, καταστρεπτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Sol στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, χώρα, χώμα, εξοχή, προσαράσσω, κρατίδιο, προσγειώνομαι, προσγειώνω, γη, κράτος, πατρίδα, έδαφος, μούχλα, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, χώρα, χώμα, εξοχή, προσαράσσω, κρατίδιο, προσγειώνομαι, προσγειώνω, γη, κράτος, πατρίδα, έδαφος, μούχλα, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους