Λέξη: καμπίνα
Σχετικές λέξεις: καμπίνα
καμπίνα μπάνιου τιμές, καμπίνα μπανιέρας, καμπίνα ντους, καμπίνα υδρομασάζ, καμπίνα αμμοβολής, καμπίνα ντουζιέρας, καμπίνα μπάνιου, καμπίνα διερμηνείας, καμπίνα ηχείου
Συνώνυμα: καμπίνα
κουκέτα, αγκυροβόλιο, κλίνη πλοίου ή τραίνου, θάλαμος πλοίου, καλύβα, καλύβι
Μεταφράσεις: καμπίνα
καμπίνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cabin, cab, the cabin, cabinet, booth
καμπίνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camarote, barraca, cabaña, cabina, cabina de, la cabina
καμπίνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hufte, kajüte, häuschen, hütte, kabine, Kabine, Hütte, Kabinen
καμπίνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaumière, case, dunette, hutte, bicoque, cabane, cabine, la cabine, carlingue, habitacle
καμπίνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capanna, cabina, baracca, casetta di legno, cabina di, di cabina
καμπίνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabine, cabana, camarote, cabina, cabin
καμπίνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cabine, hut, kajuit, cockpit, cabin, huisje
καμπίνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шалаш, блокпост, зимовье, домик, хата, каюта, хижина, кабинка, коттедж, кабина, салон, будка, кабины
καμπίνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kahytt, lugar, hytte, hytta, kabinen
καμπίνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kajuta, hytt, koja, stuga, kabin, kabinen
καμπίνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koju, pirtti, osasto, hytti, parakki, maja, eriö, mökki, hirsitalo, matkustamon, matkustamomiehistön
καμπίνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kahyt, hytte, kabine, kabinen, håndbagage
καμπίνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chatrč, kabina, kajuta, chata, kabinová, chata na, kabině
καμπίνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chata, chałupa, kajuta, kabina, dacza, budka, kabiny, pokładowego
καμπίνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
faház, utastér, kabin, fülke, légiutas, kabinban
καμπίνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabin, kamara, Cabin, kabini, kamarasi
καμπίνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кабіна, каюта, салон, хатина
καμπίνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kasolle, kabini, kabinë, kabina, kabinës, i kabinës
καμπίνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хинина, кабина, каюта, кабинния, на кабинния
καμπίνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кабіна
καμπίνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
onn, metsamajake, kabiin, salongi, salongipersonali, kabiini, salongis
καμπίνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sobica, sjedište, kućica, koliba, kabina, vikendici, kabine, kabini, kabinu
καμπίνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klefi, skála, öryggis-, öryggis- og, Cabin, klefa
καμπίνα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
casa
καμπίνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kajutė, būda, salonas, kabina, keleivių salono, salono, rankinis
καμπίνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kajīte, kabīne, salona, rokas, kabīnes
καμπίνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кабина, кабината, кабини, во кабината, кабините
καμπίνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cabină, cabina, de cabină, cabina de, cabină de
καμπίνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kabina, cabin, kabine, kabini, ročna
καμπίνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hradlo, chata, Privát, Apartmán, Penzión, chaty