Λέξη: εισροή
Σχετικές λέξεις: εισροή
εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα
Συνώνυμα: εισροή
ένθεση, εισόρμηση
Μεταφράσεις: εισροή
εισροή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
influx, inflow, input, inflow of, influx of
εισροή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afluencia, entrada, flujo, ingreso, de entrada
εισροή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zufuhr, einfuhr, Zufluss, Zustrom, Zulauf
εισροή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flot, affluent, affluence, embouchure, afflux, entrée, entrées, apport, arrivée
εισροή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afflusso, flusso, afflusso di, afflussi, affluenza
εισροή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo
εισροή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instroom, toevloed, instroming, toestroom
εισροή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приток, устье, впадение, втекание, прилив, наплыв, притока, поступление, поступления, притоком
εισροή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilsig, tilstrømning, tilsiget, inngang, innstrømning, innstrømming
εισροή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillströmning, inflöde, inflödet, Order
εισροή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulva, virta, virtaus, sisäänvirtaus, virtaamaan, sisäänvirtausta
εισροή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstrømning, indstrømning, tilgang, tilstrømningen, tilgangen
εισροή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přítok, vtok, příliv, nával, přílivu, přítoku, přívod
εισροή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu
εισροή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
behatolás, beömlés, beözönlés, befolyás, beáramlása, beáramlás, beáramló, beáramlását
εισροή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
giriş, girişi, akış, girişinin, girişleri
εισροή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грип, приплив, притока, притік, приток, притоку
εισροή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hyrje, fluksi, fluks, hyrjeve, fluksi i
εισροή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приток, вливане, прилив, наплив, притока
εισροή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыток
εισροή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissevool, sissevoolu, sissevoolust, sissevooluga, juurdevool
εισροή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulijevanje, priljev, priliv, priljeva, dotok
εισροή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innstreymi, fjárinnstreymi, innflæði, inn- streymi, inngreiðslur
εισροή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įplaukos, srautas, gautos pajamos, bus gautos pajamos, įplaukas
εισροή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieplūšana, pieplūdums, ieplūde, pozitīvais saldo, ieplūdums
εισροή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прилив, приливот, прилив на, приливот на, приливи
εισροή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aflux, intrare, afluxul, fluxul, fluxului
εισροή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ústí, priliv, pritok, dotok, pritokov, prilivov
εισροή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ústí, vtok, prítok, prietok, prívod, prílev