Spécialité στα ελληνικά
Μετάφραση: spécialité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάδος, υποκατάστημα, περιέργεια, ιδιορρυθμία, τομή, μέρος, ρώμη, τμήμα, παραξενιά, σπεσιαλιτέ, κλαδί, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorbées στα ελληνικά - απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφώνται, που απορροφάται, απορροφήθηκε
- arrivai στα ελληνικά - έφτασε, έφθασαν, έφθασε, έφτασαν, φτάσει
- asymptote στα ελληνικά - ασύμπτωτο, ασύμπτωτη, ασύμπτωτος, ασυμπτώτου
- commandée στα ελληνικά - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
Τυχαίες λέξεις
Spécialité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάδος, υποκατάστημα, περιέργεια, ιδιορρυθμία, τομή, μέρος, ρώμη, τμήμα, παραξενιά, σπεσιαλιτέ, κλαδί, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
Μεταφράσεις: κλάδος, υποκατάστημα, περιέργεια, ιδιορρυθμία, τομή, μέρος, ρώμη, τμήμα, παραξενιά, σπεσιαλιτέ, κλαδί, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά