Λέξη: φυλετικός

Σχετικές λέξεις: φυλετικός

φυλετικός διαχωρισμός, φυλετικόσ καταμερισμόσ εργασίασ, φυλετικός ρατσισμός ή εθνικιστικός ρατσισμός, φυλετικός ρατσισμός ορισμός, φυλετικός διμορφισμός, φυλετικός ρατσισμός, φυλετικός ρατσισμός στην ελλάδα, φυλετικός φανατισμός

Συνώνυμα: φυλετικός

φυλής, φυγόξενος

Μεταφράσεις: φυλετικός

φυλετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
racial, tribal, clannish, sexist

φυλετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tribal, tribales, tribu, tribal de, tribal del

φυλετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rassen-, rassisch, Stammes-, Stammes, tribal, stammes

φυλετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
racial, tribal, tribale, tribu, tribales, tribaux

φυλετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tribal, tribale, tribali, tribù

φυλετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
racial, tribal, tribais, tribal do, tribo

φυλετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stam-, stammen, tribal, tribale, stam

φυλετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расовый, племенной, племенных, племени, племенные, племенная

φυλετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tribal, stamme, av tribal, Opprettet av tribal

φυλετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tribal, stam, stam-, stammar

φυλετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rodullinen, heimo-, tribal, heimojen, tribaali, heimon

φυλετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tribal, af tribal, stammeledere, stamme, stammefolk

φυλετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rasový, kmenový, kmenové, tribal, kmenová, domorodé

φυλετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rasowy, plemienny, tribal, plemiennych, plemienne, plemiennej

φυλετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törzsi, a törzsi, tribal, törzsek, törzs

φυλετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabile, aşiret, tribal, kabilesel, kabileye ait

φυλετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рахіт, племінної, племінний, племінній, племінною, племінну

φυλετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fisnor, fisnore, fisnore dhe, fiseve, tribal

φυλετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
племенен, племенна, племенни, племенните, племенно

φυλετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
племянной, племянны, племянная, племянную

φυλετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rassiline, hõimu-, tribal, hõimude, hõimu, hõimudevaheliste

φυλετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasni, rasnim, plemenski, plemenskih, plemenske, tribal, plemenska

φυλετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættar, ættbálka, ættbálkanna, Tribal, ættbálkum

φυλετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gentinis, Tribal, genties, genčių, gentinės

φυλετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilts, cilšu, tribal

φυλετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
племенски, племенска, племенските, племенската, племенскиот

φυλετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rasial, tribal, tribale, tribală, trib, tribala

φυλετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tribal, plemenski, plemenska, plemensko, plemenske

φυλετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rasový, kmeňový, vlastného, vlastný, kmeňové, kmeňovým
Τυχαίες λέξεις