Λέξη: άφωνος
Σχετικές λέξεις: άφωνος
άφωνοσ συνώνυμα, άφωνος μετάφραση, μένω άφωνοσ
Συνώνυμα: άφωνος
σιωπηλός, άλαλος, βουβός, βωβός, αμίλητος, εχέμυθος, άναυδος
Μεταφράσεις: άφωνος
άφωνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speechless, voiceless, mum, unvoiced, silent
άφωνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mudo, palabras, habla, sin palabras, sin habla
άφωνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprachlos, sprach, die Sprache, stumm, sprachlosen
άφωνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
silencieux, muet, voix, sans voix, bouche bée, muette
άφωνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muto, ammutolito, parole, senza parole, bocca aperta
άφωνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudo, calado, atônito, sem palavras, sem fala, speechless
άφωνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprakeloos, stom, speechless, terechtkomen, sprakeloze
άφωνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безмолвный, молчаливый, бессловесный, немой, невыразимый, безответный, онемевший, дар речи, дара речи, потерял дар речи, оцепенении
άφωνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stum, målløs, målløse, mistet stemmen, har mistet stemmen
άφωνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stum, mållös, mållösa, speechless, förstummad
άφωνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mykkä, lausumaton, vaitonainen, sanaton, sanattomaksi, speechless, sanattomia, mykäksi
άφωνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stum, målløs, målløse, mælet
άφωνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mlčenlivý, oněmělý, němý, řeč, oněměl, dech
άφωνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemy, milczący, oniemiały, mowę, speechless, bez słowa, oniemiała
άφωνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elnémult, megnémult, holtrészeg, szótlan, szótlanul, szóhoz, néma, némán
άφωνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suskun, nutku, speechless, dilsiz, sessiz
άφωνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
німої, онімілий, німий, німій, безмовний, німою, Мовчазний, безмовне, німе
άφωνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
memec, i pagojë, pagojë, fjalë, pa fjalë, habitur
άφωνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безмълвен, безмълвни, без думи, безмълвна, ням
άφωνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нямы, маўклівы, бязмоўны, бязгучны, нямой
άφωνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnatu, sõnatud, keeletuks, kõnevõimetu, speechless
άφωνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćudljiv, zanijemio, nijem, bez riječi, riječi, bez teksta
άφωνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orðlaus, mállaus, orðlausir, engu, engu svarað
άφωνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bežadis, netekęs žado, neapsakomas, žado, be žado
άφωνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mēms, mēmi, kā mēmi, klusu
άφωνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
без зборови, зборови, занемува, ни збор, неми
άφωνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mut, cuvinte, grai, fara cuvinte, fără grai
άφωνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
besed, brez besed, zanijemi, nema
άφωνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemý, tichý, nemého