Ton στα ελληνικά
Μετάφραση: ton, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνή, απόχρωση, γερός, σκιά, κλυδωνίζομαι, ήχος, κλειδί, σας, τόνος, ατμόσφαιρα, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affilée στα ελληνικά - ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες
- agglomération στα ελληνικά - σύναξη, συστοιχία, συναρμολόγηση, συσσώρευση, συρροή, σύμπλεγμα, συσσωμάτωση, ...
- alliage στα ελληνικά - κράμα, πρόσμειξη, απόχρωση, κράματος, κραμάτων, κραματοποιημένο, αλουμινίου
- arrangeur στα ελληνικά - διευθετών, ενορχηστρωτής, arranger, οργανωτή έκδοσης, ενορχηστρωτή
Τυχαίες λέξεις
Ton στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνή, απόχρωση, γερός, σκιά, κλυδωνίζομαι, ήχος, κλειδί, σας, τόνος, ατμόσφαιρα, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος
Μεταφράσεις: φωνή, απόχρωση, γερός, σκιά, κλυδωνίζομαι, ήχος, κλειδί, σας, τόνος, ατμόσφαιρα, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος