Volonté στα ελληνικά
Μετάφραση: volonté, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, βούληση, ενδυναμώνω, ενισχύω, εμπεδώνω, προαίρεση, μακάρι, καρδαμώνω, διαθήκη, εύχομαι, ευχή, θα, θα είναι, θα το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atrophié στα ελληνικά - ατροφήσει, ατρόφησε, ατροφικού, ατροφικά, να ατροφήσει
- aumônier στα ελληνικά - εφημέριος, ιερέας, Chaplain, ιερέα, ιερέα για
- caillent στα ελληνικά - πήζω, τυροποιούμαι, πήζει, πήξει, θα πήξει
- casse-cou στα ελληνικά - τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμώ, τολμούν να
Τυχαίες λέξεις
Volonté στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, βούληση, ενδυναμώνω, ενισχύω, εμπεδώνω, προαίρεση, μακάρι, καρδαμώνω, διαθήκη, εύχομαι, ευχή, θα, θα είναι, θα το
Μεταφράσεις: θέληση, βούληση, ενδυναμώνω, ενισχύω, εμπεδώνω, προαίρεση, μακάρι, καρδαμώνω, διαθήκη, εύχομαι, ευχή, θα, θα είναι, θα το