Λέξη: σμάλτο
Σχετικές λέξεις: σμάλτο
σμάλτο σε μέταλλο, σμάλτο για πλακάκια, σμάλτο δοντιών, σμάλτο γυαλιού, σμάλτο χρώματα, σμάλτο μπανιέρας, σμάλτο μπανιέρας τιμή, σμάλτο κοσμημάτων, σμάλτο μετάλλου, σμάλτο για κοσμήματα
Συνώνυμα: σμάλτο
εμαγιέ
Μεταφράσεις: σμάλτο
σμάλτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enamel, enamels, the enamel, of enamel
σμάλτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esmaltar, esmalte, del esmalte, el esmalte, de esmalte, esmalte de
σμάλτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nagellack, lack, zahnschmelz, emaille, emailmalerei, email, glasur, schmelzglas, schmelz, Schmelz, Emaille, Email, Zahnschmelz
σμάλτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
glaçure, émailler, vernir, émail, l'émail, émaillé, d'émail
σμάλτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
smalto, dello smalto, smalti, smaltato, lo smalto
σμάλτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capacitar, esmalte, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
σμάλτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
σμάλτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эмалировать, финифть, полива, лакировать, эмалировка, эмаль, глазурь, эмали, эмалью, эмалевый, эмалевого
σμάλτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
emalje, emaljere, glasur, emaljen, emaljerte, emaljert
σμάλτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
emalj, emaljen
σμάλτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emali, emalji, kiilteen, kiille, kiillettä
σμάλτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
emalje, emaljen, enamel, emalje-
σμάλτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poleva, sklovina, smaltovat, glazura, email, smalt, smaltovaný, smaltované, skloviny
σμάλτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
emaliowanie, polewać, emaliować, szkliwo, emalia, lakier, szkliwa, emalii
σμάλτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zománc, zománcozott, tűzzománc, fogzománc, zománcot
σμάλτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emaye, mine, emay, sır, enamel
σμάλτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
емаль, лакувати
σμάλτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
smalt, llak, smalt të, vernik, llak me
σμάλτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емайл, емайла, емайллак, на емайла
σμάλτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эмаль
σμάλτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lakkima, email, emailiga, emaili, enamel, emailitud
σμάλτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gleđ, emajl, cakline, caklinu, caklina, emajlirani
σμάλτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enamel, glerung, í glerung
σμάλτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emalis, emalio, emaliu, emalė, emaliuoti
σμάλτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
emalja, emalju, emaljas, nagu laka
σμάλτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
емајл, глеѓ, емајлот, глеѓта, емајлирани
σμάλτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
email, smalț, smalțului, de email, smaltului
σμάλτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glazura, emajl, sklenina, emajla, emajlom, enamel
σμάλτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklovina, email, poleva, smalt
Τυχαίες λέξεις