Λέξη: κράχτης
Σχετικές λέξεις: κράχτης
κράχτης πέτρος, κράχτης αγγλικά, κράχτης πάπιας, κράχτης τσίχλας, ο κράχτησ, κράχτησ συνώνυμο
Συνώνυμα: κράχτης
δόλωμα, πιστόλι
Μεταφράσεις: κράχτης
κράχτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decoy, barker, tout, touted, crier
κράχτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
añagaza, pregonero, Barker, ladrador, del barker, barker del
κράχτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
köder, Marktschreier, barker, Schreier
κράχτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appeau, attrape, appât, leurrer, affrioler, amorce, attirer, allécher, piège, aguicher, affriander, leurre, aboyeur, Barker, autopublicité, bonimenteur, écorceuse
κράχτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
richiamo, allettamento, esca, imbonitore, Barker, imbonitore da, imbonitore di
κράχτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camelô, Barker, ladrador, do ladrador, ladrador do
κράχτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lokken, blaffer, Barker, Barker van, van Barker, klantenlokker
κράχτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
западня, приманка, манок, ловушка, зазывала, Баркер, Barker, грубиян, зазывалы
κράχτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokkemat, åte, barker, konferansier, våtroms
κράχτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bulvan, bete, dragningskraft, inkastare, barker, bark, barknings, inkastaren
κράχτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
houkutella, syötti, houkutin, Barker, Barkerin, haukkumaan, kuorimarenkaan
κράχτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barker, udråber, gøer, Barkers
κράχτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnadit, vábit, vnadidlo, nalákat, vlákat, návnada, lákat, léčka, lákadlo, Barker, vyvolávač, Barkerová, poutač, Barkera
κράχτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przynęta, zwabiać, pułapka, zwabić, zwodzić, odciągać, wabić, mamić, wabik, naganiacz, Barker, szczekacz, Barkera
κράχτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
agresszív ember, Barker, kikiáltó, rikkancs
κράχτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çığırtkan, barker, havlayan, havladığı, havlar
κράχτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пастка, зазивала, закликала, закликальник
κράχτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugaç, Barker
κράχτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алармаджия, пистолет, Баркър, Barker, лае
κράχτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зазывала, заляцалася, заляцалася да
κράχτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peibutama, peibutis, laskeriist, barker, Barkerit, Barkeri, haukuja
κράχτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vabiti, meka, namamiti, mamac, zamka, vijesnik, telal, glasnik, Barker, izvikivač
κράχτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Barker
κράχτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Barker, Barkeris, Kliedzējs, Naganiacz, Bļāvējs
κράχτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lamatas, māneklis, slazds, ēsma, kliedzējs, bļāvējs, Barker, Barkeru, Barkers
κράχτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пиштол, Баркер, Barker
κράχτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
momeală, revolver, Barker, latra, Barker a, cățea
κράχτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Barker, označevalec, Barker in, Barker je
κράχτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vnadidlo, návnada, lákadlo, Barker
Τυχαίες λέξεις