Abgeschlossenheit στα ελληνικά

Μετάφραση: abgeschlossenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομόνωση, Ιδιωτικός, μοναξιά
Abgeschlossenheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgeschliffen στα ελληνικά - έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
  • abgeschlossen στα ελληνικά - ολοκληρώνω, ολόκληρος, τελείωσε, περατώνω, πάνω, ερημικός, απομονωμένος, ...
  • abgeschmackt στα ελληνικά - βάναυσος, πρόστυχος, χυδαίος, μωρός, ανόητος, ανόητο, ανόητες, ...
  • abgeschmacktheit στα ελληνικά - παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
Τυχαίες λέξεις
Abgeschlossenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομόνωση, Ιδιωτικός, μοναξιά