Απομόνωση στα γερμανικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kuppelung, kupplung, abgeschlossenheit, vogelgelege, abgeschiedenheit, schaltkupplung, gelege, Isolation, Isolierung, Isolations, Trennung
Απομόνωση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας γερμανικά, απομόνωση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα γερμανικά - abgeschieden, isolierte, getrennt, abgeschlossen, zurückgezogen, abgesondert, isoliert, ...
  • απομονώνω στα γερμανικά - isolieren, zu isolieren, Isolierung, isoliert
  • απονέμω στα γερμανικά - preis, austeilen, gutachten, auszeichnung, gewinnen, verleihen, verwalten, ...
  • απονομή στα γερμανικά - austeilung, zuteilung, gabe, verteilung, Verleihung, conferment, Verleihungs, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kuppelung, kupplung, abgeschlossenheit, vogelgelege, abgeschiedenheit, schaltkupplung, gelege, Isolation, Isolierung, Isolations, Trennung