Abhilfe στα ελληνικά
Μετάφραση: abhilfe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abhelfend στα ελληνικά - αποκατάστασης, διορθωτικών, διορθωτικά, επανορθωτικές, διορθωτική
- abhelfende στα ελληνικά - Ενισχυτική, διορθωτικά, Remedial, επανορθωτικές, Επανορθωτική
- abhilfen στα ελληνικά - θεραπείες, διορθωτικά μέτρα, ένδικα μέσα, ένδικα, διορθωτικών μέτρων
Τυχαίες λέξεις
Abhilfe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή
Μεταφράσεις: επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή