Λέξη: ομοσπονδιακός

Σχετικές λέξεις: ομοσπονδιακός

ομοσπονδιακόσ νόμοσ, ομοσπονδιακός θηροφύλακας

Μεταφράσεις: ομοσπονδιακός

ομοσπονδιακός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
federal, a federal, the federal

ομοσπονδιακός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
federal, federales, federal de, Federativa

ομοσπονδιακός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
föderal, bundes-, bundesstaatlich, Bundes-, Bundes, föderalen

ομοσπονδιακός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fédéral, fédéré, fédératif, fédérale, fédérales, fédéraux, gouvernement fédéral

ομοσπονδιακός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
federale, Federal, federali, Confederazione

ομοσπονδιακός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
federal, federais, Federativa, Federal de

ομοσπονδιακός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
federaal, federale, Federal, de federale, Federatieve

ομοσπονδιακός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
федеративный, федеральный, войска, союзный, федералист, федерального, федеральное, федеральным, федеральных

ομοσπονδιακός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
føderal, føderale, federal, føderalt, Forbunds

ομοσπονδιακός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
federalt, federala, Förbunds, federal, den federala

ομοσπονδιακός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pohjoisvaltioiden, federatiivinen, liittovaltion, liitto-, federaation, kansallisten, liittovaltiotason

ομοσπονδιακός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Federal, føderale, føderal, føderalt, Føderative

ομοσπονδιακός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
federativní, spolkový, federální, svazový, federálního, federálních, federálním, spolková

ομοσπονδιακός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
federacyjny, rządowy, federalny, związkowy, federalnego, federalne, federalnym, federalna

ομοσπονδιακός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
államszövetségi, szövetségi, Federal, a szövetségi, föderális

ομοσπονδιακός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
federal, federal bir, federe

ομοσπονδιακός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
федеральний, федерального

ομοσπονδιακός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
federal, federale, federale e, federal i, federale të

ομοσπονδιακός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
федерален, Федерална, федералното, федерално, федералната

ομοσπονδιακός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
федэральны, федэральная, федэральную, фэдэральны

ομοσπονδιακός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
föderaalagent, konföderaat, föderaalne, föderaal-, föderaalse, föderaal, föderaalsete

ομοσπονδιακός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savezni, federalan, federativni, saveznu, federalni, federalno, savezna, federalna, savezne

ομοσπονδιακός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sambands, Federal, sambandsríki, Sambandslýðveldið

ομοσπονδιακός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
federalinis, federalinės, federalinė, federacinė, federalinio

ομοσπονδιακός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
federālā, federāla, federālo, federālais, federālajā

ομοσπονδιακός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
федералните, сојузните, федералниот, федералната, федерални

ομοσπονδιακός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
federal, Federală, federale, federala

ομοσπονδιακός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
federální, zvezni, zvezna, federal, zvezne, zvezno

ομοσπονδιακός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolkový, federálna, federálnej, federálny, federálne, federálnou
Τυχαίες λέξεις