Λέξη: αδρός

Σχετικές λέξεις: αδρός

αδρός δείκτης γεννητικότητας, αδαής συνώνυμο, αδρόσ δείκτησ θνησιμότητασ, αδρός σημασία, αδρός αγγλικά, αδρός ορισμός, αδρός ετυμολογία

Μεταφράσεις: αδρός

αδρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
profuse, coarse

αδρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pródigo, grueso, basto, tosco, gruesa, tosca

αδρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freigebig, übermäßig, grob, groben, grober, grobes

αδρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
large, généreux, exubérant, copieux, abondant, plantureux, profus, grossier, gros, grossière, grossiers, grossières

αδρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
profuso, grossolano, grossolani, grossolana, grezzo, coarse

αδρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grosseiro, grossa, grosseiros, grosseira, grosso

αδρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grof, grove, ruwe, ruw

αδρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобильный, обильный, густой, щедрый, расточительный, богатый, грубый, грубой, грубая, грубого, грубым

αδρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grov, grove, grovt, grovere

αδρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grov, grova, grovt, grövre

αδρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltäkylläinen, antoisa, vuolas, karkea, karkeaa, karkean, coarse, karkeita

αδρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grove, groft, grov, grov-, grovkornet

αδρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hojný, oplývající, hrubý, hrubé, mimopstruhový, hrubá, hrubých

αδρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebogaty, wylewny, obfity, hojny, rozlewny, rozrzutny, szorstki, prostacki, ordynarny, toporny, zgrubny

αδρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
durva, a durva, durvább

αδρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaba, iri, kalın, iri taneli

αδρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провалля, пропасти, глибина, прірва, прірву, грубий, брутальний, груба, грубе

αδρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i trashë, trashë, trashż, të trashë, e trashë

αδρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
груб, груби, груба, грубо, едър

αδρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грубы, грубіянскі, грубага

αδρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülevoolav, rikkalik, jäme, jämeda, jämedateralised, jämedat, jämedad

αδρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dubina, ponor, grub, gruba, grubo, grube, grubi

αδρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gróft, grófur, gróf, grófa, grófgert

αδρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prodigus

αδρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurkštus, rupus, stambus, grubus, šiurkščiavilnių

αδρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rupjš, rupja, rupjie, rupjiem, rupjo

αδρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
груби, крупни, груба, груб, крупен

αδρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspru, grosier, grosier de, grosieră, brut

αδρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
groba, grobo, grobe, grob, grobi

αδρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mohutný, hrubý, hrubého, hrubé, bielkovina, drsný
Τυχαίες λέξεις