Akt στα ελληνικά

Μετάφραση: akt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δράση, επενέργεια, προσπάθεια, διάβημα, πράξη, αξιοποιώ, αγωγή, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Akt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akronym στα ελληνικά - ακρώνυμο, ακρωνύμιο, αρκτικόλεξο, συντομογραφία, acronym
  • akropolis στα ελληνικά - ακρόπολη, Ακρόπολης, της Ακρόπολης, Ακροπόλεως, την Ακρόπολη
  • akte στα ελληνικά - έγγραφο, υποβάλλω, πίφερο, ρεκόρ, λιμάρω, καταγράφω, δίσκος, ...
  • akten στα ελληνικά - αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, αρχεία που, των αρχείων
Τυχαίες λέξεις
Akt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δράση, επενέργεια, προσπάθεια, διάβημα, πράξη, αξιοποιώ, αγωγή, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί