Λέξη: αποστραγγίζω

Συνώνυμα: αποστραγγίζω

διοχετεύω, ξηραίνω, εξαντλώ, στραγγίζω

Μεταφράσεις: αποστραγγίζω

αποστραγγίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
draining, drain

αποστραγγίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
drenar, escurrir, drene, vaciar, desagüe

αποστραγγίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entwässernd, ablassen, entwässern, Abfluss, abtropfen, Ablauf

αποστραγγίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assèchement, drainant, asséchant, drainage, drainer, vidanger, drain, vider, égoutter

αποστραγγίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
drenare, scolare, di scarico, drenaggio, svuotare

αποστραγγίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
drenar, dreno, escorrer, drene, escorra

αποστραγγίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draineren, aftappen, afwateren, afvoerkanaal, afvoer

αποστραγγίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дренаж, утечка, сток, слить, слейте

αποστραγγίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drenere, renne, avløp, tappe, tømme

αποστραγγίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dränera, rinna, tömma, avlopp, tappa

αποστραγγίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valua, tyhjentää, tyhjennä, valuta, valumaan

αποστραγγίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dræne, afløb, tømme, drænes, tømmes

αποστραγγίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drenáž, vypustit, odtékat, vypouštěcí, vypusťte, odtok

αποστραγγίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odprowadzenie, drenaż, odsączyć, spuścić, drenażu

αποστραγγίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, lefolyó

αποστραγγίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene

αποστραγγίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спуск, водовід, осушення, дренаж

αποστραγγίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thahet, ikjes, të thahet, të ikjes, të ikjes së

αποστραγγίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда

αποστραγγίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дрэнаж, дренаж

αποστραγγίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nüristav, äravool, äravoolu, voolata, tühjendada, valguda

αποστραγγίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvod, izlučivalo, za drenažu, drenirati, isisati

αποστραγγίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holræsi, tæma, renna, að tæma, renni

αποστραγγίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, išleiskite

αποστραγγίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
notecēt, nosusināt, notecināt, drenāžas, aizplūšanu

αποστραγγίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци

αποστραγγίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scurgere, scurge, se scurgă, drena, se scurge

αποστραγγίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odteče, odcedimo, odcedite, izpust, beg

αποστραγγίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vypustiť, vynechať, vypustit, vypustenie, vypusti
Τυχαίες λέξεις