Λέξη: αποστερώ
Σχετικές λέξεις: αποστερώ
αποστερώ σύνταξη, αποστερώ συνωνυμο
Συνώνυμα: αποστερώ
στερώ
Μεταφράσεις: αποστερώ
αποστερώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deprive, bereave
αποστερώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perder un ser querido, privar, despojar, bereave, desolará
αποστερώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berauben, bereave, Kinder berauben, rauben, der Kinder berauben
αποστερώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ôter, déposséder, priver, frustrer, sevrer, priverai, en priverai, priverai avant
αποστερώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spogliare, priverò, priverai, privare
αποστερώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privar, acabrunhar, acanhar, desprover, roubar, desfilharão, desfilharás, bereave
αποστερώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroven, beroofd, van kinderen beroven, kinderen beroven, beroofd en
αποστερώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отнимать, отбирать, лишать, лишить, губить, отнять, губить их
αποστερώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berøve, bereave
αποστερώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beröva, få döda
αποστερώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riistää, köyhentää, riistää jklta jtk, ryöstää jklta jtk
αποστερώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berøve
αποστερώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připravit, zbavit, oloupit, připravit o, utrpět ztrátu
αποστερώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozbawiać, odebrać, pozbawić, wyzuć, osierocić, pozbawiać kogoś czegoś
αποστερώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfoszt vmitől
αποστερώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoksun bırakmak, elinden almak, bereave, sevdiğini almak
αποστερώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позбавити, позбавляти, віднімати, забирати, відбирати
αποστερώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lë pa, t'i lë pa, heq, t'u heq
αποστερώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишавам, обезчадят, обезчадя, съкрушавам
αποστερώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адымаць, адбіраць, забіраць, аднімаць, рэзалі
αποστερώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilma jätma, Võtab kellelt jtk, Ryöstää kellelt jtk, jtk, kellelt jtk
αποστερώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lišiti, uskratiti, ucviliti, ožalostiti, oduzeti, otimati
αποστερώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjöra
αποστερώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
privo
αποστερώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atimti, atimti kam nors kažką, Laupīt, netekti, atplėšti
αποστερώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atņemt, laupīt
αποστερώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лиши, не лиши
αποστερώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lipsi de, lipsi, priva
αποστερώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bereave
αποστερώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
olúpiť, okradnúť
Τυχαίες λέξεις