Altern στα ελληνικά

Μετάφραση: altern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Altern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alter στα ελληνικά - εποχή, φύλο, σεξ, ηλικία, έρωτας, ηλικίας, την ηλικία, ...
  • alterchen στα ελληνικά - Alterchen
  • alternativ στα ελληνικά - εναλλάσσω, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • alternative στα ελληνικά - επιλογή, εκλεκτός, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
Τυχαίες λέξεις
Altern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών