Εποχή στα γερμανικά

Μετάφραση: εποχή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altern, epoche, zeitalter, lebensalter, alter, lebensdauer, ära, Saison, Jahreszeit, Zeit
Εποχή στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχή

εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή λεξικό γλώσσας γερμανικά, εποχή στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • επουσιώδης στα γερμανικά - unkörperlich, metaphysisch, gleichgültig, unwichtig, immateriell, unwesentlich, immateriellen
  • εποφθαλμιώ στα γερμανικά - begehren, gelüsten, begehrt, begehre
  • εποχικός στα γερμανικά - jahreszeitlich, zeitlich, Saisonalität, Saison, Saisonabhängigkeit, saisonale, saisonalen
  • επτά στα γερμανικά - sieben, von sieben
Τυχαίες λέξεις
Εποχή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: altern, epoche, zeitalter, lebensalter, alter, lebensdauer, ära, Saison, Jahreszeit, Zeit