Amtszeit στα ελληνικά

Μετάφραση: amtszeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορία, όρος, τρίμηνο, κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής
Amtszeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amtsträger στα ελληνικά - φορείς, μεταφορείς, φορέων, αερομεταφορείς, μεταφορέων
  • amtswürde στα ελληνικά - Γραφείο, Υπηρεσία, Office, Γραφείου, Εκδόσεων
  • amulett στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
  • amöbe στα ελληνικά - αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
Τυχαίες λέξεις
Amtszeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορία, όρος, τρίμηνο, κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής