Λέξη: τραπεζίτης

Σχετικές λέξεις: τραπεζίτης

φρονιμίτης τραπεζίτης, τραπεζίτης των φτωχών, ο τραπεζίτης, ελβετός τραπεζίτης, αναρχικόσ τραπεζίτησ, σπασμένος τραπεζίτης, τραπεζίτης δόντι

Συνώνυμα: τραπεζίτης

μυλόδους, τραπεζίτης δόντι, τραπεζιτικός, τροχιστής, αλεστής

Μεταφράσεις: τραπεζίτης

τραπεζίτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
molar, banker, a banker, the banker

τραπεζίτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
molar, banquero, banquero de, banca, banco, el banquero

τραπεζίτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bankkaufmann, bankier, backenzahn, bankangestellter, bankhalter, banker, bankangestellte, Bankier, Banker, Bankkaufmann

τραπεζίτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banquier, molaire, banque, bancaire, le banquier, banquier de

τραπεζίτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
molare, banchiere, banca, banco, banker, bancario

τραπεζίτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banqueiro, banqueiro de, banco, bancário, o banqueiro

τραπεζίτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bankdirecteur, bankier, banker, de bankier

τραπεζίτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
банкомёт, банкомет, банкир, землекоп, творило, моляр, коренной, рыбак, мольный, судно, банкиром, банкира, банкиру

τραπεζίτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jeksel, bankmann, bankier, bankers, banker, bankmannen

τραπεζίτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bankir, banken, bank, bankiren, bankman

τραπεζίτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pankkiiri, pankkiirin, banker, pankkiirina

τραπεζίτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bankmand, bank, bankforbindelse, banken, banker

τραπεζίτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bankéř, bankéře, banker, bankéřem

τραπεζίτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trzonowy, bankier, molowy, masywny, molarny, bankowiec, bankiera, bankierem, banker

τραπεζίτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bankár, bankári, banki, bankárja

τραπεζίτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
banker, bankacı, bankacısı, bankeri, bir bankacı

τραπεζίτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банкіре, судно, дурень, осел, осів, рибаче, банкір, рибалка, рибалко, дурисвіт

τραπεζίτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bankier, bankieri, bankier i, bankierit, bankier të

τραπεζίτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
банкер, банкерът, банкера, банково

τραπεζίτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
банкір

τραπεζίτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purihammas, pankur, pankuri, pankurile, banker

τραπεζίτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bankar, bankara, banker, banker prije, bankarom

τραπεζίτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bankastjóri, Banker, bankamaður

τραπεζίτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bankininkas, bankininkai, banker

τραπεζίτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baņķieris, baņķiera, baņķierim, bankieris

τραπεζίτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
банкар, банкарот

τραπεζίτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bancher, bancherul, bancher de, banker, de bancher

τραπεζίτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
molární, bankir, banker, bančnik, bankirja, bankir je

τραπεζίτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
molekulový, bankár, bankér
Τυχαίες λέξεις