Anfällig στα ελληνικά

Μετάφραση: anfällig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρηνής, επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Anfällig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anfuhr στα ελληνικά - άμαξα, βαγόνι, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορών, μεταφορές, τη μεταφορά
  • anfälle στα ελληνικά - επιληπτικές κρίσεις, κατασχέσεις, κρίσεις, κατασχέσεων, επιληπτικών κρίσεων
  • anfälligkeit στα ελληνικά - δωσιδικία, ευθύνη, παθητικό, αδυναμία, ευαισθησία, ευαισθησίας, επιδεκτικότητα, ...
  • anfänge στα ελληνικά - αρχή, απαρχές, αρχές, ξεκινήματα, ξεκίνημά
Τυχαίες λέξεις
Anfällig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρηνής, επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή