Λέξη: βιομήχανος
Σχετικές λέξεις: βιομήχανος
βιομήχανος μαρούσης, παξινός βιομήχανος, βιομήχανος αλέκος αθανασιάδης, βιομήχανος δημήτρης αγγελόπουλος, βιομήχανος ανδρέας δούρος, βιομήχανος λεξικό, βιομήχανος μάνεσης
Συνώνυμα: βιομήχανος
κατασκευαστής, εργοστασιάρχης
Μεταφράσεις: βιομήχανος
βιομήχανος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
industrialist, manufacturer, manufacturers, an industrialist
βιομήχανος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
industrial, industrialista, empresario, el industrial, industrial de
βιομήχανος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Industrieller, Unternehmer, Industriellen, Industrielle
βιομήχανος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
industriel, l'industriel, industriel de, un industriel
βιομήχανος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
industriale, dell'industriale, industriale di, l'industriale, dall'industriale
βιομήχανος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
induzir, industrialista, induza, industrial, empresário, industriário, o industrial
βιομήχανος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
industrieel, industriële, industrialist, de industrieel, industriëlen
βιομήχανος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фабрикант, предприниматель, промышленник, промышленником, промышленника
βιομήχανος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
industrialist, industri, industrimann, industrimannen, industrilederen
βιομήχανος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
industriman, industri, industrialist, industrimannen, industrialisten
βιομήχανος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teollisuusmies, tehtailija, teollisuusmiehen, teollisuusjohtaja, vuorineuvos
βιομήχανος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
industrimand, industrialist, fabrikant, industrimagnat, industrimanden
βιομήχανος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průmyslník, průmyslníka, průmyslníkem, továrník
βιομήχανος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przemysłowiec, industrialist, przemysłowca, przemysłowcem
βιομήχανος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyáros, iparos, gyáriparos, iparmágnás, nagyiparos
βιομήχανος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sanayici, sanayicinin, bir sanayici, sanayicisi, endüstrici
βιομήχανος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
промисловець
βιομήχανος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
industrialist, sipërmarrës, i industrisë, industrialisti, industrialistin
βιομήχανος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
промишленик, индустриалец, индустриалеца, индустриалци, фабрикант
βιομήχανος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамысловец, прамыслоўца
βιομήχανος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööstur, industrialist, töösturi, suurtööstur, töösturite
βιομήχανος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
industrijalac, industrijalca, industrialist
βιομήχανος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
industrialist
βιομήχανος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pramonininkas, Przemysłowiec, Verslininkas, Fabrikants, przemysłowca
βιομήχανος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rūpnieks, industriālists, fabrikants, rūpnieks un
βιομήχανος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индустријалец, индустријалист, индустријалецот, индустријалците, индустриското
βιομήχανος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
industriaș, industrias, industriașul, industrialist, industriasul
βιομήχανος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
industrialec, industrijalec, industrialist, tovarnar
βιομήχανος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priemyselník, priemyselníkov, priemyselnik