Λέξη: βιολογικός

Σχετικές λέξεις: βιολογικός

βιολογικός καθαρισμός αυτοκινήτου θεσσαλονίκη, βιολογικός οδοντίατρος, βιολογικός βόθρος, βιολογικός μετανάστης, βιολογικός καθαρισμός αυτοκινήτου, βιολογικός καθαρισμός στρωμάτων, βιολογικός καθαρισμός αυτοκινήτου προσφορές, βιολογικός καθαρισμός χαλιών, βιολογικός καθαρισμός, βιολογικός καθαρισμός αυτοκινήτου χαλάνδρι

Μεταφράσεις: βιολογικός

βιολογικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
biologist, biological, organic, biologically, a biological

βιολογικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
biólogo, biológico, biológica, biológicos, biológicas, biológica de

βιολογικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
biologe, biologisch, biologischen, biologische, biologischer, biologisches

βιολογικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biologiste, biologique, biologiques

βιολογικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
biologo, biologico, biologica, biologici, biologiche

βιολογικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
biólogo, biológico, biológica, biológicos, biológicas, biol�ica

βιολογικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bioloog, biologisch, biologische, de biologische, van biologische

βιολογικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
биолог, биологическая, биологического, биологической, биологический, биологическое

βιολογικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
biolog, biologisk, biologiske, det biologiske

βιολογικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
biolog, biologisk, biologiska, biologiskt, den biologiska

βιολογικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
biologi, biologinen, biologisten, biologisen, biologiset, biologisia

βιολογικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
biologiske, biologisk, den biologiske

βιολογικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bioložka, biolog, biologický, biologické, biologická, biologických, biologickou

βιολογικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biolog, biologiczny, biologiczna, biologiczne, biologicznych, biologicznej

βιολογικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
biológiai, a biológiai

βιολογικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biyolojik, biyolojik bir, bir biyolojik, biyoloji

βιολογικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біолог, біологічна, біологічне, біологічний, біологічну

βιολογικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
biologjik, biologjike, biologjik të, biologjike e

βιολογικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
биологичен, биологична, биологичното, биологично, биологичната

βιολογικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
біялагічная, біялягічная, біялагічнае

βιολογικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bioloog, bioloogiline, bioloogilise, bioloogiliste, bioloogilised, bioloogilist

βιολογικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biološki, biološka, biološku, biološko, biološkog

βιολογικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líffræðilega, líffræðileg, líffræðilegum, líffræðilegt, sýkla-

βιολογικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biologinis, biologinė, biologinių, biologinės, biologinio

βιολογικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bioloģisks, bioloģiskā, bioloģisko, bioloģiskais, bioloģiskas

βιολογικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
биолошки, биолошката, биолошките, биолошка, биолошко

βιολογικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biolog, biologic, biologice, biologică, biologica, biologici

βιολογικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
biološka, biolog, biološki, biološko, biološke, biološkega

βιολογικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
biologický, biologického, biologické, biologickým, biologická

Στατιστικά δημοτικότητας: βιολογικός

Τυχαίες λέξεις