Anhören στα ελληνικά
Μετάφραση: anhören, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anhöhe στα ελληνικά - λόφος, ανάχωμα, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
- anhöhen στα ελληνικά - ,
- animation στα ελληνικά - εμψύχωση, Κινούμενα Σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κινούμενη εικόνα
- animierend στα ελληνικά - δροσιστικό, δροσιστική, αναζωογονητικό, αναζωογονητική, δροσιστικά
Τυχαίες λέξεις
Anhören στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει