Λέξη: εξίσωση
Σχετικές λέξεις: εξίσωση
εξίσωση συνέχειας, εξίσωση ευθείας στο χώρο, εξίσωση κύματος, εξίσωση bernoulli, εξίσωση σφαίρας, εξίσωση τρίτου βαθμού, εξίσωση κύκλου, εξίσωση schrodinger, εξίσωση έλλειψης, εξίσωση ευθείας
Συνώνυμα: εξίσωση
εξομοίωση
Μεταφράσεις: εξίσωση
εξίσωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
equation, equalization, the equation, equation of
εξίσωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ecuación, ecuación de, la ecuación, ecuaciones
εξίσωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichstellung, gleichsetzung, ausgleich, gleichung, Gleichung, Formel, Gleichungs
εξίσωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
équation, parité, égalité, l'équation, équation de, relation
εξίσωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
equazione, dell'equazione, equazione di, un'equazione, l'equazione
εξίσωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equação, equação de, a equação, equações, equaç~ao
εξίσωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergelijking, formule
εξίσωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выравнивание, равнение, уравнение, уравнения, уравнением, уравнению, равенство
εξίσωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ligning, likestilling, ligningen, likning, likningen
εξίσωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ekvation, jämlikhet, ekvationen, formel
εξίσωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtälö, kaava, yhtälön, yhtälöä, yhtälöstä, yhtälöllä
εξίσωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ligning, lighed, ligningen, formel
εξίσωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rovnost, rovnice, rovnici, rovnic, rovnicí
εξίσωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrównywanie, równość, równanie, równania, równaniem, równań
εξίσωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenlet, egyenletet, egyenlettel, egyenletben, egyenletnek
εξίσωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denklem, denklemi, eşitliği, eşitlik, denklemleri
εξίσωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівняння, вирівнювання
εξίσωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekuacion, ekuacioni, ekuacioni i, ekuacionit, ekuacionin
εξίσωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уравнение, уравнението, уравнение на, уравнението на
εξίσωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раўнанне, ўраўненне, ураўненне, раўнаньне
εξίσωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrrand, pöörijoon, võrdsustamine, võrrandi, võrrandit, võrrandist, võrrandis
εξίσωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednadžba, formula, jednadžbi, jednačenje, jednačina, jednadžbe, jednadžbu
εξίσωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jafnan, jafna, jöfnu, jöfnuna, jöfnunni
εξίσωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lygtis, lygybė, lygtys, lygtį, equation
εξίσωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienlīdzība, vienādojums, vienādojumu, vienādojuma, vienādojumā
εξίσωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
равенка, равенката, равенки, равенство, равенството
εξίσωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
egalitate, ecuaţie, ecuație, ecuația, ecuației, ecuatie, ecuații
εξίσωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rovnice, enačba, enačbo, enačbe, enacba
εξίσωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rovnice, rovnica, vzorca, rovníc
Στατιστικά δημοτικότητας: εξίσωση
Τυχαίες λέξεις