Anteilig στα ελληνικά

Μετάφραση: anteilig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, ανάλογος, αναλογία, rata, αναλογικά
Anteilig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anteil στα ελληνικά - ενδιαφέρων, μοιράζομαι, κλήρος, συστατικός, μερίδιο, τόκος, απαιτούμενος, ...
  • anteile στα ελληνικά - μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, τα μερίδια
  • anteilmäßig στα ελληνικά - ανάλογος, αναλογικά, ανάλογα, αναλογία, αναλόγως
  • anteilnahme στα ελληνικά - συμπάθεια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, συμπαράστασή
Τυχαίες λέξεις
Anteilig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, ανάλογος, αναλογία, rata, αναλογικά