Λέξη: σκόντο

Σχετικές λέξεις: σκόντο

σκόντο σημασία, σκόντο τι σημαίνει, σκόντο λεξικό, σκόντο στα ελληνικά

Μεταφράσεις: σκόντο

σκόντο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discount, skonto

σκόντο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rebaja, descuento, reducción, Skonto, el Skonto, del Skonto, de Skonto

σκόντο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
skonto, disagio, abzug, rabatt, abschlag, Skonto, von Skonto

σκόντο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
escomptent, escomptons, remise, escompter, réduction, rabais, déduire, ristourne, escomptez, défalquer, escompte, abattement, Skonto, le Skonto, de Skonto, du Skonto

σκόντο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sconto, Skonto, di Skonto, dello Skonto

σκόντο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconto, rebater, descontinuar, abatimento, Skonto, o Skonto, do Skonto, a Skonto

σκόντο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rabat, korting, Skonto, van Skonto, het Skonto, de Skonto

σκόντο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снижать, уменьшать, дисконтировать, дисконт, скидка, обесценивать, Сконто, Skonto

σκόντο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rabatt, Skonto, av Skonto

σκόντο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, Skonto

σκόντο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alennus, Skonto, Skonton, myös Skonto

σκόντο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Skonto, af Skonto

σκόντο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
srážka, diskontovat, odpočítat, diskont, srazit, odečíst, sleva, eskontovat, eskont, skonto, Skonto

σκόντο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bonifikata, upust, opust, potrącać, rabat, dyskonto, dyskontować, zniżka, obniżka, Skonto

σκόντο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leszámítolás, Skonto

σκόντο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Skonto, oynanan karşılaşmada Skonto, yakınında Skonto

σκόντο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дисконтний, знижка, дисконт, дисконтувати, Сконто

σκόντο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Skonto

σκόντο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Сконто, Skonto

σκόντο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Сконта, Сконто

σκόντο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hinnaalandus, allahindlus, skonto

σκόντο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
popust, odbiti, Skonto

σκόντο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsláttur, afföll, skonto

σκόντο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Skonto, Skonto stadionas

σκόντο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Skonto

σκόντο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
skonto

σκόντο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Skonto, la Skonto

σκόντο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
popust, diskontní, Skonto

σκόντο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eskont, diskontní, Skonto
Τυχαίες λέξεις