Λέξη: διακύμανση

Σχετικές λέξεις: διακύμανση

διακύμανση επιτοκίων, διακύμανση συνώνυμο, διακύμανση κατανομής, διακύμανση english, διακύμανση στο excel, διακύμανση τύπος, διακύμανση ορισμός, διακύμανση της κατανομής

Συνώνυμα: διακύμανση

σειρά, τάξη, έκταση, αχτίνα, απόσταση, διαφορά, διαφωνία, παλμός, σφυγμός, διακύμανσις, ανεβοκατέβασμα, κύμανση, ταλάντευση

Μεταφράσεις: διακύμανση

διακύμανση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fluctuation, variance, range, variation, variability

διακύμανση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fluctuación, fluctuaciones, fluctuación de, la fluctuación, de fluctuación

διακύμανση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluktuation, schwankung, Fluktuation, Schwankung, Schwankungs, Schwankungen

διακύμανση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hésitation, barguignage, variation, oscillation, fluctuation, fluctuations, la fluctuation, variations

διακύμανση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oscillazione, fluttuazione, fluttuazioni, di fluttuazione, variazione

διακύμανση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flutuação, variação, de flutuação, flutuações, oscilação

διακύμανση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schommeling, fluctuatie, schommelingen, constant, constant en

διακύμανση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неустойчивость, качание, флуктуация, колебание, текучесть, изменение, колебания, флуктуации, флуктуаций

διακύμανση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svingning, svingninger, svingningene, svingnings

διακύμανση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fluktuation, fluktuationer, variationer, svängningar

διακύμανση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaihtelu, heilahdus, heilahtelu, vaihtelevuus, vaihtelua, vaihtelun, vaihtelusta, vaihteluvälien

διακύμανση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsving, svingninger, kursudsving, udsvingene, udsvingsbånd

διακύμανση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
váhání, výkyv, kolísání, fluktuace, výkyvy, fluktuační

διακύμανση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fluktuacja, falowanie, wahanie, wahania, wahań, fluktuacji

διακύμανση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hullámzás, ingadozás, ingadozási, ingadozása, fluktuáció, ingadozást

διακύμανση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dalgalanma, dalgalanması, dalgalanmanın, bir dalgalanma, dalgalanmaları

διακύμανση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флуктуація, коливання, сумнів, вагання

διακύμανση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luhatje, luhatje të, luhatjen, luhatje e, lëkundje

διακύμανση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колебание, колебания, флуктуация, на колебание, текучество

διακύμανση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ваганне, сумнеў, ваганні, хістанне, сумненне

διακύμανση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
fluktuatsioon, lainetamine, kõikumine, kõikumise, kõikumisest, kõikumisvahemikuga, kõikumisvahemiku

διακύμανση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fluktuacija, fluktuacije, kolebanje, fluktuaciju, kolebanja

διακύμανση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveiflur, flökt, sveiflu, sveiflur á, vikmörk

διακύμανση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svyravimas, svyravimo, svyravimai, kaita, svyravimų

διακύμανση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svārstīšanās, svārstības, svārstību, svārstībām

διακύμανση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
флуктуација, флуктуацијата, варирање, колебање, флуктуација на

διακύμανση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluctuație, de fluctuație, fluctuații, fluctuația, fluctuației

διακύμανση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nihanje, fluktuacija, fluktuacije, nihanja, fluktuacijo

διακύμανση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolísanie, kolísania, kolísaniu, výkyvy, kolísaní
Τυχαίες λέξεις