Arbeitslos στα ελληνικά

Μετάφραση: arbeitslos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αδρανής, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
Arbeitslos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbeitsleistung στα ελληνικά - παραγωγή, επίδοση, παράσταση, εκτέλεση, απόδοση, επιδόσεις
  • arbeitsleute στα ελληνικά - οι άνθρωποι, άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων
  • arbeitslose στα ελληνικά - άνεργος, άνεργο, ανέργου, άνεργος που
  • arbeitslosen στα ελληνικά - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
Τυχαίες λέξεις
Arbeitslos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αδρανής, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους