Λέξη: εγκληματικότητα
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα στην κύπρο, εγκληματικότητα αλλοδαπών, εγκληματικότητα στατιστικά, εγκληματικότητα ορισμόσ, εγκληματικότητα gr
Συνώνυμα: εγκληματικότητα
εγκληματικότης, ενοχή, παράπτωμα
Μεταφράσεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
criminality, delinquency, crime rate, crime, criminal
εγκληματικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delincuencia, criminalidad, la criminalidad, la delincuencia, incriminación
εγκληματικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbrechertum, Kriminalität, Strafbarkeit, Kriminalitäts, die Kriminalität
εγκληματικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
criminalité, la criminalité, incrimination, de criminalité, délinquance
εγκληματικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delinquenza, criminalità, la criminalità, incriminazione, incriminabilità
εγκληματικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminalidade, a criminalidade, incriminação, criminalização, da criminalidade
εγκληματικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
εγκληματικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преступность, криминальность, виновность, преступности, преступностью, деяния преступлением, преступлением
εγκληματικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, straffbarhet, kriminaliteten, kriminalitets
εγκληματικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, straffbarhet, brottslighet, brottsligheten, kriminaliteten
εγκληματικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikollisuus, rikollisuuden, rikollisuutta, rikollisuuteen, rikollisuudesta
εγκληματικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten
εγκληματικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zločinnost, kriminalita, kriminality, trestnost, trestnosti, trestná činnost
εγκληματικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przestępczość, zbrodniczość, występność, przestępczości, karalności, karalność, przestępczością
εγκληματικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűnösség, bűnözés, büntethetőség, a bűnözés, kriminalitás
εγκληματικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suç, suçluluk, suçluluğun, suçluluğu
εγκληματικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злочинність, кримінальність, злочинство
εγκληματικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, kriminaliteti, kriminalitetit, kriminalitetin, kriminaliteti i
εγκληματικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
престъпност, престъпността, наказуемост, на престъпността, с престъпността
εγκληματικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачыннасць, злачыннасьць
εγκληματικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriminaalsus, kuritegevus, kuritegevuse, karistatavuse, süüteoks, kuritegevust
εγκληματικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, kriminal, kriminala, kažnjivost, prestup
εγκληματικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsinæmi, saknæmi
εγκληματικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusikalstamumas, nusikalstamumo, baudžiamumas, baudžiamumo, apkaltinimas
εγκληματικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noziedzība, sodāmība, noziedzību, sodāmības, sodāmību
εγκληματικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
криминалитет, криминалитетот, криминал, криминалот, на криминалитетот
εγκληματικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
criminalitate, criminalității, criminalitatea, incriminări, criminalitatii
εγκληματικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kaznivost, kriminaliteta, kriminal, kriminalitete, kriminaliteto
εγκληματικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kriminalita, trestná činnosť, kriminality, kriminalite, zločin
Στατιστικά δημοτικότητας: εγκληματικότητα
Τυχαίες λέξεις