Aufhänger στα ελληνικά

Μετάφραση: aufhänger, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, κρεμάστρα, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης
Aufhänger στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufhängen στα ελληνικά - εναιώρημα, ανάρτηση, ανακοπή, αναστολή, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, ...
  • aufhängend στα ελληνικά - κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται, κρεμαστά
  • aufhängung στα ελληνικά - εναιώρημα, ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
  • aufhäufend στα ελληνικά - συσσώρευση, συσσωμάτωση, τη συσσώρευση, συγκόλληση, συσσωμάτωσης
Τυχαίες λέξεις
Aufhänger στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, κρεμάστρα, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης