Λέξη: κατεργάζομαι
Συνώνυμα: κατεργάζομαι
εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ
Μεταφράσεις: κατεργάζομαι
κατεργάζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
process, katergazomai
κατεργάζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
procedimiento, katergazomai
κατεργάζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verarbeiten, arbeitsgang, vorladung, vorgang, verfahren, bearbeiten, fortsatz, prozedur, katergazomai
κατεργάζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cours, citation, processus, procédé, méthode, traiter, affaire, transformer, procédure, façonner, procès, katergazomai
κατεργάζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
processo, procedimento, lavorare, trattare, katergazomai
κατεργάζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
processo, seguir, proceder, processar, procedimento, Katergazomai
κατεργάζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verloop, procédé, bewerken, ontwikkelingsgang, verwerken, bewerking, proces, procedure, katergazomai
κατεργάζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обделывать, процесс, обработать, вызов, обделать, разделать, возделать, течение, возделывать, приём, ход, движение, обрабатывать, перерабатывать, отделывать, отделать, katergazomai
κατεργάζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bearbeide, prosess, fremgangsmåte, katergazomai
κατεργάζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
procedur, katergazomai
κατεργάζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prosessi, lisäke, menettelytapa, uloke, ilmiö, katergazomai
κατεργάζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forløb, procedure, metode, proces, katergazomai
κατεργάζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spor, zpracovat, běh, proces, pochod, průběh, metoda, postup, chod, katergazomai
κατεργάζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przetworzyć, przebieg, obrabiać, metoda, proces, katergazomai
κατεργάζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
folyamat, katergazomai
κατεργάζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yöntem, işlem, katergazomai
κατεργάζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
протокол, katergazomai
κατεργάζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përpunoj, katergazomai
κατεργάζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
katergazomai
κατεργάζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
katergazomai
κατεργάζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
protsess, kulg, katergazomai
κατεργάζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katergazomai
κατεργάζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
katergazomai
κατεργάζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvarka, procedūra, procesas, katergazomai
κατεργάζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagatavot, procedūra, apstrādāt, process, katergazomai
κατεργάζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
katergazomai
κατεργάζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
procedură, proces, katergazomai
κατεργάζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proces, katergazomai
κατεργάζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
proces, chod, vývoj, katergazomai
Τυχαίες λέξεις