Λέξη: επακόλουθο

Σχετικές λέξεις: επακόλουθο

επακόλουθο μέθησ, φυσικό επακόλουθο, ως επακόλουθο, επακόλουθο συνώνυμο

Συνώνυμα: επακόλουθο

συνέχεια, συνέπεια, συνιστάμενη, μετενέργεια, αποτέλεσμα, απόρροια, σημασία, σπουδαιότητα

Μεταφράσεις: επακόλουθο

επακόλουθο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aftermath, consequence, resultant, subsequent, result

επακόλουθο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consecuencia, secuelas, después, consecuencias, tras, raíz

επακόλουθο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachwirkung, nachwehen, Nachwirkungen, Folgen, Zeit nach, Gefolge, Nachmahd

επακόλουθο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suite, suites, conséquence, séquelles, effet, répercussions, contrecoup, conséquences, lendemain, après

επακόλουθο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conseguenza, conseguenze, seguito, all'indomani, guaime

επακόλουθο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resultado, conseqüência, rescaldo, sequência, consequências

επακόλουθο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nasleep, nasleep van, naweeën

επακόλουθο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отава, последствие, последствия, последствием

επακόλουθο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjølvannet, etterkant, etterspill, etter, etterspillet

επακόλουθο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verkningarna, efterdyningarna, efterdyningar, efterverkningarna, efterdyningen

επακόλουθο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälkimainingit, mainingit, seuraukset, jälkiseuraukset, jälkimainingeissa, jälkeisessä, jälkivaikutukset

επακόλουθο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kølvandet, eftervirkningerne, følgerne, efterdønningerne, eftervirkninger

επακόλουθο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následek, následky, následcích, dozvuky, Následek, následcích při

επακόλουθο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
następstwo, wynik, potraw, następstwa, pokłosie, następstwie, następstwem, aftermath

επακόλουθο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarjú, utóhatás, követően, utóhatásaként, követő, utóhatásai

επακόλουθο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıbet, Aftermath, Sonrası, sonrasında, İzlenimler

επακόλουθο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наслідки, наслідку, наслідків

επακόλουθο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasojë, rrjedhojë, pasojat, pasojat e, korrje e dytë

επακόλουθο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последствие, последици, отава, последиците, след тях, последвалите

επακόλουθο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наступствы, вынікі, наступства

επακόλουθο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ädal, järelmõju, tagajärg, pärast, järel, tagajärgedega, tagajärgede

επακόλουθο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otava, posljedice, rezultat, ostava, posljedicama, događajima neposredno nakon nje

επακόλουθο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirmála, kjölfar, Eftirköstin, Eftirköstin ráðast, eftirköst

επακόλουθο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atolas, padariniai, pasekmės, padarinių, susiklosčiusi padėtis

επακόλουθο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atskaņas, seku, atentātiem, atbalss

επακόλουθο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
последиците, последици, последиците од, последица, периодот по

επακόλουθο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmările, Aftermath, Urmări, Consecințe, urmărilor

επακόλουθο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
následek, Posledice, Aftermath, po njih, posledice so

επακόλουθο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dozvuky, následky, dôsledky, následkami, účinky, dôsledkami
Τυχαίες λέξεις