Aufschlagend στα ελληνικά
Μετάφραση: aufschlagend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερίδα, επικάλυμμα, επικάλυψης, επικάλυψη, επίστρωση, υπέρθεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufschlag στα ελληνικά - πέτο, ρεβέρ, προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
- aufschlagen στα ελληνικά - ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, βαρώ, ανοίγω, σουξέ, χτυπώ, ...
- aufschlagende στα ελληνικά - επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, αντίκτυπο, επηρεάζει
Τυχαίες λέξεις
Aufschlagend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερίδα, επικάλυμμα, επικάλυψης, επικάλυψη, επίστρωση, υπέρθεση
Μεταφράσεις: μερίδα, επικάλυμμα, επικάλυψης, επικάλυψη, επίστρωση, υπέρθεση