Λέξη: επιστήμη
Σχετικές λέξεις: επιστήμη
επιστήμη και τεχνολογία υλικών, επιστήμη και τεχνολογία, επιστήμη και τεχνολογία υδατικών πόρων, επιστήμη και ζωή, επιστήμη και κοινωνία, επιστήμη του πνεύματος, επιστήμη ορισμός, επιστήμη των υπολογιστών, επιστήμη μπινάζη, επιστήμη και μύθοι για τη διατροφή και την άσκηση
Συνώνυμα: επιστήμη
επάγγελμα
Μεταφράσεις: επιστήμη
επιστήμη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
science, art, the art
επιστήμη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciencia, la ciencia, ciencias, las ciencias, de ciencia
επιστήμη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
naturwissenschaft, wissenschaft, Wissenschaft, Wissenschafts, Science, der Wissenschaft
επιστήμη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaissance, acquis, science, doctrine, savoir, discipline, la science, sciences, scientifique, scientifiques
επιστήμη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scienza, la scienza, scienze, scientifico, della scienza
επιστήμη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escola, ciência, ciências, a ciência, científica, da ciência
επιστήμη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wetenschappen, wetenschap, Science, de wetenschap, wetenschappelijke
επιστήμη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ловкость, искусность, умение, наука, естествознание, прыть, техничность, сноровка, изворотливость, находчивость, мастерство, науки, научно, наукой, науке
επιστήμη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vitenskap, vitenskapen, Science, forskning
επιστήμη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vetenskap, vetenskapen, Science, vetenskaps
επιστήμη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiede, Science, tieteen, tiedettä, tiede-
επιστήμη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
videnskab, videnskaben, videnskabelige, naturvidenskab, science
επιστήμη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nauka, vědění, věda, znalost, vědy, vědu, science, sci
επιστήμη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiedza, nauka, nauki, naukowy, science
επιστήμη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudomány, tudományos, a tudomány, tudományok, tudományt
επιστήμη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilim, bilimi, fen, bilimin, fen bilgisi
επιστήμη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спритність, вправність, вміння, майстерність, наука, освіта
επιστήμη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkencë, shkenca, shkencës, shkencën, shkencë e
επιστήμη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наука, науката, науки, на науката, научно
επιστήμη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навука
επιστήμη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadus, teaduse, teadus-, teadust, teaduses
επιστήμη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nauka, učenost, znanost, znanosti, znanstvene, je znanost, znanstveno
επιστήμη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vísindi, Science, vísindin, vísinda, vísindum
επιστήμη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
scientia
επιστήμη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokslas, mokslo, mokslą, mokslų, mokslai
επιστήμη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zinātne, zināšanas, zinātnes, zinātni, zinātnē, zinātniskās
επιστήμη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наука, науката, научна, науки, на науката
επιστήμη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tain, ştiinţă, știință, științei, stiinta, știința, stiintei
επιστήμη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znanost, znanosti, znanost o, Science, Znanstvena
επιστήμη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veda, vedy
Στατιστικά δημοτικότητας: επιστήμη
Τυχαίες λέξεις