Λέξη: παραγγελιοδόχος

Σχετικές λέξεις: παραγγελιοδόχος

παραγγελιοδόχος μεταφοράς, παραγγελιοδόχος english

Μεταφράσεις: παραγγελιοδόχος

παραγγελιοδόχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proxy, commissioner, AGENT, AN AGENT, commission agent

παραγγελιοδόχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apoderado, comisionado, AGENTE, MAIL, UN EMAIL

παραγγελιοδόχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vertretung, kommissar, stellvertretung, handlungsvollmacht, vollmacht, bevollmächtigter, prokurist, bevollmächtigte, vertreter, MANAGER, AGENT, Translator, Geführt

παραγγελιοδόχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suppléant, mandataire, substitut, remplacement, adjoint, agent, remplaçant, pouvoir, plénipotentiaire, délégué, procuration, commissaire, AGENT, MAIL, Translator

παραγγελιοδόχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commissario, mandatario, mandato, procuratore, procura, delega, AGENTE, AGENT, DI AGENTE

παραγγελιοδόχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comissário, AGENTE, AGENT, AGENTE DE, Mediador, AGENTES

παραγγελιοδόχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lasthebber, gecommitteerde, volmacht, AGENT, GEMACHTIGDE, DE AGENT, MIDDEL, AGENT VAN

παραγγελιοδόχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заместитель, поручение, доверенность, ревизор, полномочие, уполномоченный, комиссар, AGENT, АГЕНТ, АГЕНТА, СРЕДСТВО, АГЕНТОМ

παραγγελιοδόχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fullmakt, AGENT, agenten

παραγγελιοδόχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
AGENT, ombud, av ombud, MEDEL

παραγγελιοδόχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtuutettu, edustaja, asiamies, varamies, komissaari, valtakirja, AGENT, agentti, EDUSTAJAN, TAUDINAIHEUTTAJAN

παραγγελιοδόχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
AGENT, REPRÆSENTANT, STOF, AGENS, BEFULDMAEGTIGEDE

παραγγελιοδόχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zastupování, zástupce, pověřenec, zplnomocnění, zmocněnec, zplnomocněnec, komisař, AGENT, ZÁSTUPCE, ČINIDLO, PROSTŘEDEK, AGENTI

παραγγελιοδόχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pełnomocnik, zastępstwo, prokura, zastępca, pełnomocnictwo, komisarz, prokurent, AGENT, ŚRODEK, PRZEDSTAWICIEL, AGENTA, agencie

παραγγελιοδόχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyettes, AGENT, ÜGYNÖK, HATÓANYAG, ÜGYNÖKE, KÓROKOZÓ

παραγγελιοδόχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
AJAN, AGENT, ACENTA, MADDESİ, ACENTASI

παραγγελιοδόχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близькість, комісар, уповноважений, ревізор, комісаре, AGENT

παραγγελιοδόχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aGJENT, AgenT, AGJENTI, agjent i

παραγγελιοδόχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
AGENT, АГЕНТ, брокера, ПРЕДСТАВИТЕЛ, ТЪРГОВСКИ ПРЕДСТАВИТЕЛ

παραγγελιοδόχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
AGENT

παραγγελιοδόχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
volinik, erivolinik, vahendatud, AGENT, ESINDAJA, AGENDI, VALA, AINE

παραγγελιοδόχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamjenik, opunomoćenik, delegat, ovlaštenje, povjerenik, zastupnik, AGENT, ZASTUPNIK, UZROČNIK, SREDSTVO, posrednik

παραγγελιοδόχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
AGENT, UMBOÐSMAÐUR, EFNI, MIÐILLINN, MIÐLINUM

παραγγελιοδόχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aGENTAS, AGENT, aGENTO, TARPININKAS, KONSULTANTAS

παραγγελιοδόχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
AGENT, aģents, PĀRSTĀVIM, PĀRSTĀVIS, AĢENTU

παραγγελιοδόχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ЗАСТАПНИК, аГЕНТ, AGENT

παραγγελιοδόχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
AGENT, AGENTUL, AGENTULUI, AGENT DE, AGENTUL DE

παραγγελιοδόχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
AGENT, zastopnik, ZASTOPNIKU, AGENTA, AGENT ZA

παραγγελιοδόχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zastupovaní, zmocnenec, AGENT
Τυχαίες λέξεις