Aufwendung στα ελληνικά

Μετάφραση: aufwendung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνη, έξοδα, δαπάνες, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα
Aufwendung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufwendig στα ελληνικά - ακριβός, δαπανηρός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ακριβό σχετικά
  • aufwendiger στα ελληνικά - συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκες, πολύπλοκη, πολύπλοκο
  • aufwendungen στα ελληνικά - δαπάνη, δαπάνες, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
  • aufwerfend στα ελληνικά - θέτοντας, θέτουν, ποζάρει, παρουσιάζουν, που παρουσιάζουν
Τυχαίες λέξεις
Aufwendung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνη, έξοδα, δαπάνες, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα