Λέξη: εσωτερικό
Σχετικές λέξεις: εσωτερικό
εσωτερικό της γης, εσωτερικό σπιτιού με γυναίκα που καθαρίζει μήλα, εσωτερικό μάρκετινγκ, εσωτερικό νέφος του όορτ, εσωτερικό του m.maeterlinck, εσωτερικό παιδί, εσωτερικό ντουλάπας, εσωτερικό βαθμό απόδοσης (irr), εσωτερικό γινόμενο, εσωτερικό αυτί
Συνώνυμα: εσωτερικό
επέκταση, παράταση, προέκταση
Μεταφράσεις: εσωτερικό
εσωτερικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interior, within, inside, internal, inner
εσωτερικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interior, interiores, interior de, de interiores, el interior
εσωτερικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinterland, interieur, intern, innere, innerer, innerlich, Innere, Interieur, Innen-, Innen, Innenraum
εσωτερικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dedans, intime, intérieur, interne, intestin, intérieure, l'intérieur, d'intérieur, intérieurs
εσωτερικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interno, interiore, interni, interior, interna
εσωτερικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interno, interior, interiores, de interiores, interior do
εσωτερικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intern, binnenlands, inwendig, inwendige, binnenste, interieur, binnenland, binnenkant
εσωτερικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
часть, интерьер, внутренность, нутро, внутренний, интерьера, салон, внутренняя, салона
εσωτερικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
indre, interiør, interiøret, interior, innvendig
εσωτερικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inre, interiör, inredning, interiören, inredningen
εσωτερικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sisäpuoli, sisäinen, sisus, sisusta, sisä-, sisustus, sisätilojen, sisätila
εσωτερικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
interiør, indre, indvendige, indvendig, indretning
εσωτερικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
interiér, vnitro, vnitřní, vnitřek, interiéru, vnitra
εσωτερικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
środkowy, wnętrze, wewnętrzny, środek, wnętrza, interior, wnętrz
εσωτερικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belföld, belső, beltéri, belső tér, belsejében, belseje
εσωτερικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iç, içerde, dahili, Dahili, iç mekan, içişleri, interior
εσωτερικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тимчасовий, проміжний, перехідний, інтер'єр, який інтер'єр, інтер`єр, интерьер
εσωτερικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i brendshëm, brendshme, e brendshme, brendshëm, të brendshme
εσωτερικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интериор, вътрешните работи, интериора, интериорен, вътрешен
εσωτερικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэр'ер, інтэрер
εσωτερικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
interjöör, sise-, sisemus, interjööri, salongi
εσωτερικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
interijera, unutrašnji, unutrašnjost, unutarnji, interijer, ministar unutarnjih
εσωτερικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innri, Inni, innra, innréttingar, innréttingu
εσωτερικό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
penetralis, penitus
εσωτερικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
interjeras, vidus, vidaus, vidinis, interjero
εσωτερικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
interjers, interjera, salona, salons, interjeru
εσωτερικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ентериер, за внатрешни работи, внатрешни, за внатрешни, внатрешноста
εσωτερικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intern, interior, interioare, interioară, interiorul, de interior
εσωτερικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
notranjost, notranja, notranjosti, notranje, notranji
εσωτερικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
interiér, interiéru, interior
Στατιστικά δημοτικότητας: εσωτερικό
Τυχαίες λέξεις