Λέξη: μέτωπο
Σχετικές λέξεις: μέτωπο
μέτωπο δικηγορικής αντίστασης, μέτωπο απελευθέρωσης των ζώων, μέτωπο αγώνα σπουδαστών, μέτωπο γυναικών, μέτωπο ρήξης και ανατροπής, μέτωπο εργαζομένων για τη συνδικαλιστική αντεπίθεση, μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής, μέτωπο αναρχομηδενιστικής συνείδησης για τη διάχυση του αρνητικού, μέτωπο αναγέννησης, μέτωπο ψηλά, εθνικό μέτωπο
Συνώνυμα: μέτωπο
οφρύς, άκρο, εμπρός, πρόσοψη, πρόσοψις, μέτοπο
Μεταφράσεις: μέτωπο
μέτωπο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forehead, front, brow, the front, the forehead
μέτωπο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frente, testuz, la frente
μέτωπο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stirn, Stirn, die Stirn, der Stirn, Stirne
μέτωπο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coronale, front, le front, du front
μέτωπο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fronte, sulla fronte, la fronte, della fronte
μέτωπο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fronte, testa, na testa, a testa, da testa
μέτωπο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorhoofd, het voorhoofd
μέτωπο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чело, лоб, лба, лбу, лбом, на лбу
μέτωπο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
panne, pannen, panna, i pannen
μέτωπο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
panna, pannan, i pannan, pann
μέτωπο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otsa, otsaan, otsaansa, otsassa, otsalle
μέτωπο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pande, panden, i panden
μέτωπο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čelo, čele, čela, čelem, na čele
μέτωπο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przodek, czoło, czole, czoła, czołem, na czole
μέτωπο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homlok, homlokát, homlokán, homlokára, homloka
μέτωπο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alın, alin, alnı, alında, alnına
μέτωπο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лоб, чоло, лоба
μέτωπο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ballë, ballin, e bëra ballin, bëra ballin, ballit
μέτωπο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лоб, чело, челото, по челото, челото на, на челото
μέτωπο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лоб, ілоб
μέτωπο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsmikuluu, otsaesine, laup, otsaesist, otsaesise, otsmik, laubale
μέτωπο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čelo, pouzdanje, čela, čelu, na čelu
μέτωπο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enni, ennið, ennið á, ennið með, á enni
μέτωπο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frons
μέτωπο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kakta, kaktos, pieres, kaktą, kaktą kietą
μέτωπο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piere, pieres, pieri, pierei, pieres zonas
μέτωπο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
челото, на челото, чело, челото на
μέτωπο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frunte, fruntea, pe frunte, frunții, fruntii
μέτωπο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čelo, čela, čelu, čelo je, čelno
μέτωπο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čelo