Ausgeben στα ελληνικά
Μετάφραση: ausgeben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
Μεταφράσεις
- ausgeartet στα ελληνικά - εκφυλιστεί, εκφυλίστηκε, εκφυλίστηκαν, εκφυλισμένα, εκφυλισμένο
- ausgeatmet στα ελληνικά - εκπνέεται, εκπνεόμενο, εκπνεόμενου, που εκπνέεται, εκπνέονται
- ausgebend στα ελληνικά - δαπανών, δαπάνες, των δαπανών, δαπάνη, οι δαπάνες
- ausgebessert στα ελληνικά - επισκευή, επισκευαστεί, επισκευάζονται, επισκευάζεται, επιδιορθωθεί
Τυχαίες λέξεις
Ausgeben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
Μεταφράσεις: ξοδεύω, μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης