Λέξη: γαρίφαλο

Σχετικές λέξεις: γαρίφαλο

γαρίφαλο ή γαρύφαλλο, γαρίφαλο ονειροκριτης, γαρίφαλο στα αγγλικά, κινεζικό γαρίφαλο, γαρύφαλλο μπαχαρικό, κόκκινο γαρίφαλο, το γαρίφαλο, γαρίφαλο στα γερμανικα, γαρίφαλο ιδιότητες, γαρίφαλο λουλουδι

Μεταφράσεις: γαρίφαλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carnation, cloves, clove, of cloves
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clavel, clavos, dientes, dientes de, clavo, clavo de olor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nelke, Gewürznelken, Nelken, Zehen, Knoblauch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rose, oeillet, clous de girofle, gousses, clou de girofle, girofle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
garofano, chiodi di garofano, spicchi, i chiodi di garofano, spicchi di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cravinho, dentes, cravo, cravos, dentes de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anjer, anjelier, kruidnagel, kruidnagels, teentjes, knoflook, tenen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гвоздика, гвоздики, зубчика, дольки, гвоздику
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nellik, cloves, fedd, kryddernellik
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kryddnejlika, klyftor, kryddnejlikor, nejlika
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mausteneilikka, neilikka, kynttä, neilikkaa, neilikalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nellike, nelliker, fed, kryddernelliker, hvidløg
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
růžový, hřebíček, stroužky, květy, hřebíčku, stroužků
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
różowość, róż, karnacja, goździk, goździki, ząbki, cloves, ząbków
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szegfűszeg, gerezd, szegfűszeggel, szegfűszeget, szegfűszeggel ízesítenek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karanfil, diş, karanfiller, dis, karanfili
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гвоздика
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karafil, karafil të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
карамфил, скилидки, пъпки
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гваздзік, гваздзікі, цвічка, гваздзіка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roosa, roosakas, karnitiin, nelk, küünt, pungad, nelgiga, nelgi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karanfil, klinčić, cloves, češnja, režnja, češnjaka
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
negull, negulnaglar, negul
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gvazdikėliai, skiltelės, gvazdikėlių, skilteles, skiltelių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustnagliņas, daiviņas, ziedi, krustnagliņām
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каранфилот, каранфилче, чешниња, чешниња лук, чешнињата, каранфилчиња
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
garoafă, cuișoare, catei, căței, catei de, cuisoare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klinčki, nageljnove žbice, Stroki, klinčkov, stroka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
karafiát, klinček, klinčeky, hrebíček, klinec, strúčik
Τυχαίες λέξεις