Λέξη: ζω

Σχετικές λέξεις: ζω

ζω κλιση, ζω φωκιδα, ζω για σενα μονο στιχοι, ζω για σενα, ζω εδω στιχοι, ζω για σενα μονο, ζω ροκκος, ζω παλληνη, ζω στιχοι, ζω ροκκος στιχοι, ονειρο ζω, για σενα ζω, ονειρο ζω παντελιδης, παντελιδης, μανα που ζω, ροκκος ζω, ονειρο ζω στιχοι, ροκκος, οσο θα ζω

Συνώνυμα: ζω

κατοικώ, διαμένω, μένω, υπάρχω, υφίσταμαι

Μεταφράσεις: ζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsist, live, I live, living
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subsistir, vivir, vive, vivo, viven, en vivo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leben, live, wohnen, zu leben
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subsister, nourrir, sustenter, subsistent, entretenir, subsistez, exister, alimenter, subsistons, subvention, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esistere, sussistere, vivere, vivo, vivono, abitare, vivere la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viver, morar, vivem, ao vivo, vivo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leven, wonen, te leven, woont, leeft
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прокормиться, кормиться, содержать, пробавляться, просуществовать, прокормить, существовать, жить, живут, живем, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leve, lever, bor, bo, å leve
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lever, bor, leva, bo, levande
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elää, selviytyä, selvitä, asuvat, elävät, asuu, asua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leve, lever, bor, bo, levende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyživovat, vydržovat, živit, trvat, existovat, být, žít, žijí, žije, živé, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żyć, egzystować, wyżywić, istnieć, żywić, mieszkać, na żywo, żyją, mieszkają
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
él, élő, élni, élnek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canlı, yaşamak, yaşayan, yaşıyor, yaşamaya
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
годуватися, містити, жити, жить, житиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jetoj, jetojnë, jetuar, të jetuar, të jetojnë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живея, живеят, живее, живеем, живеете
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elama, elada, elavad, elab, elame
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opstati, živjeti, žive, živi, živimo, živite
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvot, dzīvo, dzīvojam, dzīvojat, dzīvoju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во живо, живеат, да живее, живее, живееме
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trăi, trăiesc, trăiască, locuiesc, trăim
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
živeti, živo, živijo, živi, živimo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žiť

Στατιστικά δημοτικότητας: ζω

Τυχαίες λέξεις