Aussichtslos στα ελληνικά
Μετάφραση: aussichtslos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεμοδαρμένος, γυμνός, θολωμένος, μαύρος, θαμπός, αμυδρός, θολός, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aussicht στα ελληνικά - ορίζοντας, τοπίο, θωριά, πανόραμα, άποψη, σκοπιά, τσιλιαδόρος, ...
- aussichten στα ελληνικά - θέα, άποψη, Outlook, προοπτικές, το Outlook
- aussichtspunkt στα ελληνικά - άποψη, σκοπιά, την άποψη, απόψεως, οπτική γωνία
- aussichtspunkte στα ελληνικά - ελπιδοφόρα, πολλά υποσχόμενη, υποσχόμενη, ελπιδοφόρες, πολλά υποσχόμενο
Τυχαίες λέξεις
Aussichtslos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος, γυμνός, θολωμένος, μαύρος, θαμπός, αμυδρός, θολός, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος, γυμνός, θολωμένος, μαύρος, θαμπός, αμυδρός, θολός, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη