Λέξη: καβαλιέρος
Σχετικές λέξεις: καβαλιέρος
καβαλιέρος μήλος, καβαλιέροσ δημήτρησ, τυπογραφείο καβαλιέρος, καβαλιέρος μαρκουίζος, καβαλιέρος travel, γιώργος καβαλιέρος, καβαλιέρος προσκλητήρια, μπάμπησ καβαλιέροσ, αντώνης καβαλιέρος, τονυ καβαλιέρος
Συνώνυμα: καβαλιέρος
συνοδεία, συνοδός, εταίρος, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, παρτενέρ
Μεταφράσεις: καβαλιέρος
καβαλιέρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
escort, chaperon, dance leader
καβαλιέρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escolta, acompañar, convoyar, escoltar, acompañamiento, acompañante, de escolta, escort
καβαλιέρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leibwache, bodyguard, begleitung, eskortieren, begleitperson, eskorte, begleiten, geleit, leibwächter, Begleitung, Eskorte, Begleiter, escort
καβαλιέρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauvegarde, reconduisent, convoyage, conduire, accompagner, compagnie, convoyer, chaperon, chaperonner, escortons, reconduisez, escortez, duègne, reconduisons, accompagnement, escorter, escorte, d'escorte, escort, accompagnateur
καβαλιέρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scortare, accompagnamento, scorta, accompagnatore, escort, di scorta
καβαλιέρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escapar, escoltar, acompanhamento, escolta, acompanhante, escort, de escolta, escolta de
καβαλιέρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accompagnement, chaperonne, begeleiding, escorte, escort, de Escorte, begeleider
καβαλιέρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спутница, сопутствовать, конвой, сопровождение, эскортировать, конвоир, эскорт, сопровождать, провожатый, сопроводить, охрана, Escort
καβαλιέρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eskorte, escort, ledsager
καβαλιέρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följe, ledsaga, ackompanjemang, eskort, eskortera, Escort, escort
καβαλιέρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saattaja, seuralainen, saattaminen, kaitsija, saattaa, Escort, saattajan, saattajien, saattueen
καβαλιέρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
escort, eskorte, ledsagelse, ledsager
καβαλιέρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vést, eskorta, ochrana, dovést, doprovodit, eskortovat, provázet, doprovod, doprovázet, escort, eskortní, eskort, escortní
καβαλιέρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opiekować, konwojent, konwój, towarzyszyć, eskorta, eskortować, towarzysz, konwojować, przyzwoitka, doprowadzać, asysta, straż, towarzyskie, escort
καβαλιέρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fedezet, kíséret, escort, kísérő, kísérettel, kíséretet
καβαλιέρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eskort, escort, refakat, eşlik
καβαλιέρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ескортувати, супроводжувати, ескорт, супроводити, супровід
καβαλιέρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqëroj, eskortë, shoqërues, përcjellje, eskorta, i shoqërimit
καβαλιέρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
охрана, ескорт, Escort, придружител, конвой
καβαλιέρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эскорт
καβαλιέρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eskortima, eskort, saatja, Escort, saatjatega, saatemeeskonnaga, saatemeeskonnaga toimuva
καβαλιέρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pratnja, straža, otpratiti, dopratiti, pratilica, pratiti, Escort, prateća, pratitelj, pratnje
καβαλιέρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgdar, Escort, Fylgd, sólríku
καβαλιέρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palyda, escort, palydos, palydą, lydėti
καβαλιέρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavadījums, eskorts, Escort, eskorta, pavadīšana, eskortu
καβαλιέρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придружба, придружбата, придружник, за придружба, придружба на
καβαλιέρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acompaniament, escorta, Escort, de escorta, escortă, insotire
καβαλιέρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
escort, spremstvo, spremljevalec, spremstva, spremljevalcem
καβαλιέρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eskorta, sprievod, doprovod, sprevádzanie, vlakový